ἔτνος
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
εος, τό, A thick soup made with pease or beans, Ar.Ach.246, Ra.62, 506, Pl.Hp.Ma.290d; ἔ. πίσινον Ar.Eq.1171; φάκινον Hp. Acut.(Sp.) 53; κυάμινον Gal.Vict.Att.53; as poultice, τὸ ἔτνος τὸ ἐκ τῶν κυάμων Lycusap. Orib.9.35.1. (ἑτνος from a false deriv. from ἕω, EM387.9, etc.)
German (Pape)
[Seite 1052] τό, Brei, bes. von Hülsenfrüchten, nach B. A. 10 κυάμων ἢ πισῶν ἢ ἁπλῶς κατερεικτῶν τινων, unterschieden von ἀθάρη, w. m. s. Schol. Ar. εἶδος ἀθάρας ἀπὸ φασηλίων, Ran. 62. 505 u. öfter; Plat. Hipp. mai. 290 d u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἔτνος: -εος, τό, πυκνὸς ζωμὸς μετ’ ὀσπρίων, εἶδος πόλτου ἤ χυλοῦ ὀσπρίων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 246, Βάτρ. 62, 506, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290D· ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1171· ἐν τῷ πληθ., Καλλ. Ἀποσπ. 178. (ἔτνος ἐν Ἐτυμολ. Μ., Ἡσυχ., κλ.).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
purée de légumes.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Greek Monolingual
ἔτνος, τὸ (εσφ. γραφή ἕτνος) (Α)
πυκνός ζωμός με όσπρια, είδος πολτού ή χυλού οσπρίων («ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» — σούπα από μπιζέλια, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. συγγένεια με το μσν. αρχ. ιρλ. eitne «πυρήνας». Αν όντως πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως λέξη, η λ. σχηματίζεται με την παραγωγ. κατάλ. -νος.
ΠΑΡ. αρχ. ετν-ηρός, ετν-ίτης.
ΣΥΝΘ. αρχ. (Α' συνθετικό) ετν-ήρυσις, ετν-οδόνος].
Greek Monotonic
ἔτνος: -εος, τό, πυκνός ζωμός από όσπρια, σούπα από όσπρια, κουρκούτι, φάβα, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἔτνος: εος τό похлебка Plat., Arst., Plut.: ἔ. πίσινον Arph. гороховый суп.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: soup of beans (Ar., Hp.).
Compounds: As 1. member in ἐτν-ήρυσις spoon for soup (Ar.; cf. on 1. ἀρύω), ἐτνο-δόνος stirring soup (τορύνη, AP).
Derivatives: ἐτν-ηρός like soup (Ath.; Chantraine Formation 232f.), ἐτν-ίτης (ἄρτος; Ath.; Redard Les noms grecs en -της 89).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. On the connection with Celt., e. g. MIr. eitne kernel (Zupitza KZ 36, 243, Pedersen Vergl. Gramm. 1, 160) s. the objections in Pok. 343. Arm. und soup, corn (Hofmann Et. Wb. d. Griech.) can phonetically not be combined with ἔτνος.
Middle Liddell
ἔτνος, εος,
a thick soup of pulse, pea-soup, Ar., Plat.
Frisk Etymology German
ἔτνος: {étnos}
Grammar: n.
Meaning: Brei von Hülsenfrüchten (Ar., Hp. u. a.).
Composita : Als Vorderglied in ἐτνήρυσις Breilöffel (Ar.; vgl. zu 1. ἀρύω), ἐτνοδόνος breirührend (τορύνη, AP).
Derivative: Ableitungen: ἐτνηρός breiähnlich (Ath.; Chantraine Formation 232f.), ἐτνίτης (ἄρτος; Ath.; Redard Les noms grecs en -της 89).
Etymology : Ohne sichere Anknüpfung. Über die Zusammenstellung mit kelt., z. B. mir. eitne Kern (Zupitza KZ 36, 243, Pedersen Vergl. Gramm. 1, 160) s. die Bedenken bei Pok. 343. Arm. und Brei, Korn (Hofmann Et. Wb. d. Griech.) ist mit ἔτνος lautlich nicht vereinbar.
Page 1,582