ἔνεδρος

From LSJ
Revision as of 11:28, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνεδρος Medium diacritics: ἔνεδρος Low diacritics: ένεδρος Capitals: ΕΝΕΔΡΟΣ
Transliteration A: énedros Transliteration B: enedros Transliteration C: enedros Beta Code: e)/nedros

English (LSJ)

ὁ, A inmate, inhabitant, S.Ph.153 (lyr.). II ἔνεδρος, α, ον, anal, σύριγγες Megesap.Orib.44.24.1,ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 836] einfäßig, Einwohner, Soph. Phil. 153.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνεδρος: -ον, (ἕδρα) ἔνοικος, αὐλὰς ποίας ἔνεδρος ναίει Σοφ. Φιλ. 153. ΙΙ. ἐνεδρευτής, Μαυρικ. Στρατηγ. 2. 4, σ. 57.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui réside ou séjourne dans, habitant.
Étymologie: ἐν, ἕδρα.

Spanish (DGE)

-ον
1 asentado, establecido, residente λέγ' αὐλὰς ποίας ἔ. ναίει S.Ph.153.
2 admin. que desempeña el cargo en ese momento, en ejercicio de funcionarios τὰ ... ψηφίσματα ἐντάσσεσθαι τοῖς ἀρχείοις ὑπὸ τῶν ἐνέδρων ἀρχόντων SEG 38.1462.86 (Enoanda II d.C.), cf. 33.1177.44 (Mira I d.C.), FXanthos 7.86B.21 (II d.C.).

Greek Monolingual

(I)
ἔνεδρος, ο (AM)
μσν.
ο ενεδρευτής
αρχ.
αυτός που κατοικεί σ' έναν τόπο, ένοικος («αὐλάς ποίας ἔνεδρος ναίει καὶ χῶρον τίν' ἔχει», Σοφ.).
(II)
ἔνεδρος, -α, -ον (Α)
αυτός που αναφέρεται στην έδρα, στον πρωκτό.

Greek Monotonic

ἔνεδρος: -ον (ἕδρα), ένοικος, συγκάτοικος, κάτοικος, τρόφιμος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνεδρος: ὁ обитатель, житель Soph.

Middle Liddell

ἔν-εδρος, ον adj ἕδρα
an inmate, inhabitant, Soph.