ἰπνοκαύστης
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Full diacritics: ἰπνοκαύστης | Medium diacritics: ἰπνοκαύστης | Low diacritics: ιπνοκαύστης | Capitals: ΙΠΝΟΚΑΥΣΤΗΣ |
Transliteration A: ipnokaústēs | Transliteration B: ipnokaustēs | Transliteration C: ipnokaystis | Beta Code: i)pnokau/sths |
= A furnarius, Gloss. (also ἰπνο-καύτης, ibid.).
ἰπνοκαύστης, ὁ (Α)
αυτός που καίει τον κλίβανο, ο φούρναρης, ο αρτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + καύστης (< καίω)].