ὀχέτευμα
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ατος, τό, A = ὀχετός: duct or passage of the nose, Arist.HA492b16.
German (Pape)
[Seite 429] τό, Kanal, Wasserleitung, Arist. H. A. 1, 11 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχέτευμα: τό, = ὀχετός· μέρος δὲ αὐτοῦ (δηλ. τοῦ μυκτῆρος) τὸ μὲν διάφραγμα χόνδρος, τὸ δὲ ὀχέτευμα κενὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11. 8.
Greek Monolingual
ὀχέτευμα, τὸ (Α) οχετεύω
ο πόρος της μύτης.
Russian (Dvoretsky)
ὀχέτευμα: ατος τό водоотводный канал, анат. канал, проток Arst.