ὅ γε
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
English (LSJ)
ἥ γε, τό γε, the demonstr. Pron. ὁ, ἡ, τό, made slightly (if at all) more emphatic by the addition of γε, A he, she, it : I Τεῦκρον . . καὶ Λήϊτον... τοὺς ὅ γ' ἐποτρύνων Il.13.94 ; πάντες ἄρ' οἵ γ' ἔθελον 7.169 ; κεῖνος ὅ γε . . ἧσται there he sitteth, 19.344 ; with a Subst., ὅ γ' ἥρως he the hero, 5.327 ; τόν γε ἄνακτα ib.794. II in one clause of a disjunctive sentence, either the former, πατὴρ δ' ἐμός . . ζώει ὅ γ' ἦ τέθνηκε Od.2.132, cf. 3.90,4.821 ; or the latter, ἤ τινας ἐκ Πύλου ἄξει... ἢ ὅ γε καὶ Σπάρτηθεν 2.327 ; so λάθοι ἂν ἤτοι μανεὶς ἢ ὅ γε ἀπόπληκτος γενόμενος Hdt.2.173 : so also in an adversative clause, Θέτις δ' οὐ λήθετ' ἐφετμέων... ἀλλ' ἥ γ' ἀνεδύσετο Il.1.496, cf. 11.226. III after ὥς (thus), ib.136,al. IV Adverbial usages : 1 dat. τῇ γε, there, at that point, 6.435. 2 acc. neut. τό γε, on that account, 5.827, Od.17.401.