ὑπερβαρής

From LSJ
Revision as of 14:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβᾰρής Medium diacritics: ὑπερβαρής Low diacritics: υπερβαρής Capitals: ΥΠΕΡΒΑΡΗΣ
Transliteration A: hyperbarḗs Transliteration B: hyperbarēs Transliteration C: ypervaris Beta Code: u(perbarh/s

English (LSJ)

ές, A exceedingly heavy, δαίμων A.Ag.1175 (lyr.); τὰν τύχαν . . τὰν ὑπερβάρεα IGRom.4.1302 (Cyme, i B. C./i A. D.); ὑ. ἀνάβασις τοῦ Νείλου POxy.486.32 (ii A. D.):—but ὑπέρβᾰρυς, υ, in Hp.Art. 46, Gal.7.587.

German (Pape)

[Seite 1192] ές, überlastet; übertr., sehr schwer, δαίμων Aesch. Ag. 1148.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβαρής: -ές, καθ’ ὑπερβολὴν βαρύς, τὰν ὑπερβάρεα Ἐπιγραφ. Αἰολ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 15· - ἀλλ’ ὁ τύπος ὑπέρβᾰρυς, υ, οἷον ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811 προτιμᾶται ὑπὸ τοῦ Λοβ. εἰς Φρύν. 539· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1175, ὑπερβαρὴς εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου· ὁ Paley ἔχει ὕπερθεν βαρύς.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
trop lourd ; trop grand.
Étymologie: ὑπέρ, βάρος.

Greek Monolingual

-ές, Α
πάρα πολύ βαρύς (α. «δαίμων ὑπερβαρής», Αισχύλ.
β. «τὰν τύχαν... τὰν ὑπερβάρεα», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ἐπι-βαρής, κατα-βαρής].

Greek Monotonic

ὑπερβαρής: -ές (βάρος), υπερβολικά βαρύς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβᾰρής: досл. сверхтяжкий, перен. жестокий (δαίμων Aesch.).