ὑψίπυργος

From LSJ
Revision as of 14:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπυργος Medium diacritics: ὑψίπυργος Low diacritics: υψίπυργος Capitals: ΥΨΙΠΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hypsípyrgos Transliteration B: hypsipyrgos Transliteration C: ypsipyrgos Beta Code: u(yi/purgos

English (LSJ)

ον, A high-towered, Simon.112, A.Eu.688, S. Tr.354, E.Tr.376, etc.: metaph., ὑ. ἐλπίδες towering hopes, A.Supp. 97 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπυργος: -ον, ὁ ὑψηλοὺς ἔχων πύργους, Σιμωνίδ. 117, Αἰσχύλ. Εὐμ. 688· ὑψίπυργον Οἰχαλίαν Σοφ. Τραχ. 354, κλπ.· μεταφορ., ἰάπτει δ’ ἐλπίδων ἀφ’ ὑψιπύργων πανώλεις βροτούς, καταρρίπτει δὲ ἐκ τῶν ὑψηλῶν αὑτῶν ἐλπίδων εἰς τελείαν καταστροφὴν τοὺς πονηροὺς βρωτούς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux hautes tours.
Étymologie: ὕψι, πύργος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει ψηλούς πύργους
2. μτφ. ψηλός σαν πύργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -πυργος (< πύργος), πρβλ. καλλί-πυργος].

Greek Monotonic

ὑψίπυργος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς πύργους, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίπυργος:
1) высокобашенный (πόλις Aesch.; Οἰχαλία Soph.);
2) высящийся словно башня, т. е. горделивый (ἐλπίδες Aesch.).

Middle Liddell

ὑψί-πυργος, ον,
high-towered, Aesch., Soph.