ὑάλεος
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, (ὕαλος) A = ὑάλινος, of glass, κύλιξ AP6.33 (Maec.); ὄψις glass-coloured, ib.12.249 (Strat.):—contr. ὑᾰλοῦς, ῆ, οῦν, of glass, ὑαλᾶ σκεύη Str.4.5.3; ἐκπώματα Luc.Hist.Conscr.25; λάγυνοι POxy.1294.6 (ii/iii A. D.); also ὑελοῦς, ῆ, οῦν, Hippoloch. ap. Ath.4.129d, Antyll. ap. Orib.7.16.13, Sor.Fract.2, PFay.104.1 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1168] zsgzgn ὑαλοῦς, ῆ, οῦν, gläsern, von Glas; ὑαλᾶ σκεύη, Strab. 4, 5, 3; D. C. 57, 21 u. Anth.; auch = wie Glas durchsichtig. – [Bei Ep. in der Vershebung auch mit langer Anfangssylbe, Qu. Maec. 7 (VI, 33) Strat. 88 (XII, 249).]
Greek (Liddell-Scott)
ὑάλεος: [ᾰ], -α, -ον, (ὕαλος) = ὑάλινος, ὁ ἐξ ὑάλου, κύλιξ Ἀνθ. Π. 6. 33· ὄψις, ὡς ὕαλος, λαμπρά, αὐτός, 12, 249· - συνῃρ. ὑαλοῦς, ῆ, οῦν, ὑάλινος, «γυαλένιος», ὑαλᾶ σκεύη Στράβ. 200· ἐκπώματα ὑαλᾶ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 25· ὡσαύτως ὑελοῦς, ῆ, οῦν, Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 129D, Κλήμ. Ἀλ. 191· ἴδε ἐν λέξ. ὕαλος.
Greek Monolingual
-έα, -ον, Α
βλ. ὑαλοῡς.
Greek Monotonic
ὑάλεος: [ᾰ], -α, -ον (ὕαλος), = ὑάλινος, αυτός που είναι φτιαγμένος από γυαλί, σε Ανθ.· συνηρ. ὑαλοῦς, -ᾶ, -οῦν, γυάλινος, σε Στράβ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑάλεος: стяж. ὑαλοῦς 3 (ῠᾱ, в Anth. ῡ)
1) стеклянный, прозрачный (ἐκπώματα Luc.; κύλιξ Anth.);
2) ясный, светлый, нежный (παιδὸς ὄψις Anth.).
Middle Liddell
ὑά˘λεος, η, ον ὕαλος = ὑάλινος
of glass, Anth.: —contr. ὑαλοῦς, ᾶ, οῦν, of glass, Strab., Luc.