γναφαλλόγος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
v. γναφαλλολόγος.
Spanish (DGE)
γναφαλλόγος, -ου, ὁ
• Grafía: por hapl. γναφαλλόγος Ostr.1082
recolector de borra prob. para la confección de tejidos bastos τὸ τέλος τῶν κασσοποιῶν καὶ γναφ<α>λλολόγων Ostr.1081, cf. 1082, 1086, SB 9552.1.2, OCair.GPW 18 (todos II a.C.), PFreib.60.5, 20 (II d.C.).