κέμων
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
ἑτερόφθαλμος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κέμων: ὁ, ἑτερόφθαλμος, Ἡσύχ., πρβλ. κελλός.
Greek Monolingual
κέμων, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ετερόφθαλμος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. ενός τ. κέλλων (βλ. λ. κελλάς)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: ἑτερόφθαλμος H. (Grošelj Razprave 2, 42).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [929] *sḱem- mutilated?
Etymology: Unknown. Cf. Pok. 929 *sḱem- mutilated?