ὀκτωμηνιαῖος
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
v. ὀκτώμηνος.
German (Pape)
[Seite 318] = ὀκταμηνιαῖος, s. Lob. Phryn. 549.
Greek Monolingual
ὀκτωμηνιαῑος, -α, -ον (Α)
βλ. οκταμηνιαίος.