λυκόχρους

From LSJ
Revision as of 11:07, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυκόχρους Medium diacritics: λυκόχρους Low diacritics: λυκόχρους Capitals: ΛΥΚΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: lykóchrous Transliteration B: lykochrous Transliteration C: lykochrous Beta Code: luko/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for λυκόχροος.

Greek Monolingual

λυκόχρους, -ουν και -οος, -οον (Μ)
αυτός που έχει το χρώμα του τριχώματος του λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. κυανό-χρους, σιτό-χρους)].