διάχυσις
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
εως, ἡ, A diffusion, Hp.Vict.2.60, Pl.Cra.419c; extension, Plu.2.771b; spreading, γῆς Gp.5.25.2; δ. λιμνώδη λαμβάνειν to spread out like a lake, Plu.Mar.37. 2 waste, loss, σπέρματος Thphr. CP4.4.7. 3 softening, ib.4.12.2. II dissolution, liquefaction, opp. πῆξις, Arist.Mete.382a30. III relaxation, συστολαὶ καὶ δ. Epicur.Fr.410, cf. Chrysipp.Stoic.3.119; τὰς ἐπὶ σαρκὶ τῆς ψυχῆς δ. Epicur. l.c., cf. Aret.SD1.5; cheerfulness, ψυχῆς Sor.1.97; merriment, Plu.Cat.Mi.46, Hierocl.p.54A., Hdn.Fig.p.92 S.; ridicule, Phld.Lib.p.37O.; cheerful expression, Plu.Dem.25. IV δ. ὀμμάτων 'melting' look, Id.2.335c. V = δελφίνιον, Ps.-Dsc. 3.73.
Greek (Liddell-Scott)
διάχῠσις: -εως, ἡ, (διαχέω) ἔκχυσις, διασκόρπισμα, Πλάτ. Κρατ. 419C· δ. λιμνώδη λαμβάνω, ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι ὡς λίμνη, Πλούτ. Μαρ. 27. 2) ἔκχυσις, ἀπώλεια, σπέρματος Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 4, 7. ΙΙ. διάλυσις, ἀντίθ. πῆξις, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 2. ΙΙΙ. διασκέδασις, εὐθυμία, Πλούτ. Κάτ. Ν. 46.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d’épancher, de répandre, diffusion;
2 action de se répandre en parl. d’un fleuve ; fig. effusion de joie, épanouissement de l’âme.
Étymologie: διαχέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. sg. gen. διαχύσιος Hp.Morb.Sacr.10]
I 1acción de escanciar o verter οἴνων Plu.2.150c
•derramamiento, difusión de la humedad en el cuerpo, Hp.Vict.2.60, Plu.2.688e, del agua de un manantial, op. ἀθροισμόν Thphr.Ign.55, τοῦ ... ποταμοῦ διάχυσιν λιμνώδη λαμβάνοντος Plu.Mar.37, cf. Str.4.6.5, I.BI 3.507, Hsch.
•de los ojos efusión, humedad que implica brillo Plu.Dem.25, 2.335b
•gener. difusión del aire, Plu.2.933c, de una mancha en la piel, LXX Le.13.27.
2 ablandamiento, reblandecimiento τοῦ ἐγκεφάλου Hp.l.c., (σαρκός) δ. flaccidez (de la carne) Plu.2.771b
•descomposición, acción de deshacerse op. πῆξις Arist.Mete.382a30, c. gen. subjet. (τῶν σπερμάτων) Thphr.CP 4.12.2, cf. 4.4.7
•c. gen. obj. desmenuzamiento τῆς γῆς ref. a la acción de desterronar y airear la tierra de cultivo Gp.5.25.2.
II fig.
1 relajación, distensión (τῆς ψυχῆς) op. συστολή Chrysipp.Stoic.3.119, Plu.2.564b, cf. Pl.Cra.419c (pero cf. I 1), δ. ψυχική Clem.Al.Strom.6.12.99
•de donde efusión, alegría, placer producto de la distensión, Posidon.154, Hierocl.Exc.54.5, Plu.Cat.Mi.46, 2.114f, Aristid.Quint.91.7, Arr.Epict.3.24.85, 109, Sext.Sent.281, Porph.ad Il.29.31, Chrys.Virg.73.57, c. gen. subjet. τοῦ λέγοντος Hdn.Fig.p.92, τῆς ψυχῆς Sor.74.23, τοῦ βλέμματος Hld.3.5.5, τοῦ προσώπου Hld.7.14.1
•en sent. neg. μετὰ διαχύσεως complaciéndose, regodeándose (en la censura de los errores ajenos), Phld.Lib.fr.79.9.
2 relajación, disolución moral, δ. δὲ ἀνάλυσις ἀρετῆς Chrysipp.Stoic.3.97, cf. Aret.SD 1.5.3, ψυχῆς Basil.M.31.217C.
III bot. espuela de caballero, Consolida ambigua (L.), P.W. Ball et Heywood, Ps.Dsc.3.73.
Greek Monotonic
διάχῠσις: -εως, ἡ (διαχέω),·
I. διάχυση, διάδοση, εξάπλωση, διασπορά, διασκόρπιση, σε Πλάτ.· δ. λαμβάνειν, εκτείνομαι, σε Πλούτ.
II. ευθυμία, διασκέδαση, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
διάχῠσις: εως ἡ
1) разлив (τῆς ῥοῆς Plat.): διάχυσιν λιμνώδη λαμβάνειν Plut. разливаться в виде озера;
2) развлечение, веселье (γέλωτα καὶ διάχυσιν παρέχειν τινί Plut.);
3) растворение (πῆξις καὶ δ. Arst.).
Middle Liddell
διάχῠσις, εως n διαχέω
I. diffusion, Plat.; δ. λαμβάνειν to be spread out, Plut.
II. merriment, Plut.