τετράπλεθρος

From LSJ
Revision as of 10:15, 4 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰπλεθρος Medium diacritics: τετράπλεθρος Low diacritics: τετράπλεθρος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: tetráplethros Transliteration B: tetraplethros Transliteration C: tetraplethros Beta Code: tetra/pleqros

English (LSJ)

ον, A consisting of four plethra, Plb.6.27.2.

German (Pape)

[Seite 1098] vier Plethra oder Hufen Landes groß, Pol. 6, 27, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπλεθρος: [ᾰ], -ον, συγκείμενος ἐκ τεσσάρων πλέθρων, ὥστε τὸ ἐμβαδὸν γίγνεσθαι τετράπλεθρον Πολύβ. 6. 27, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de quatre arpents.
Étymologie: τέσσαρες, πλέθρον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει έκταση τεσσάρων πλέθρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πλέθρον (πρβλ. ἑξά-πλεθρος)].

Greek Monotonic

τετράπλεθρος: [ᾰ], -ον, αυτός που αποτελείται από τέσσερα πλέθρα, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

τετράπλεθρος: размером в четыре плетра (τὸ ἐμβαδόν Polyb.).

Middle Liddell

τετρᾰ́πλεθρος, ον,
consisting of four plethra, Polyb.