χερουβίμ
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (Strong)
plural of Hebrew origin (כְּרוּב); "cherubim" (i.e. cherubs or kerubim): cherubims.
Greek Monolingual
και χερουβείμ, τα, ΝΜΑ, και χερουβίν ΜΑ
ανώτατη τάξη ουράνιων, αγγελικών όντων, κοντά στον θρόνο του θεού, για να τον υμνούν και να καλύπτουν την δόξα του από βέβηλα μάτια (α. «ὁ ἐπὶ τοῦ θρόνου δόξης τῶν χερουβίμ ἐπαναπαυόμενος», Ακολ. Όρθρ.
β. «τί... ἐστί χερουβίμ; πεπληθυσμένη γνῶσις», Ιωάνν. Χρυσ.
γ. «ἔταξε τὰ χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν... φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς», ΠΔ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. kerūbīm].