σπείρα

From LSJ
Revision as of 20:25, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

French (Bailly abrégé)

v. σπεῖρα.

Greek Monolingual

η / σπεῑρα, ΝΜΑ, και δ. γρφ
σπῑρα Α
1. καθετί που είναι στριμμένο ελικοειδώς, καθώς και κάθε έλικά του (α. «η τρίτη σπείρα του ελατηρίου» β. «ποιεῖν τι οἷον σπεῑραν», Ιπποκρ.)
2. η βάση του ιωνικού κίονα, η οποία με τις ραβδωτές εσοχές και προεξοχές της δίνει την εικόνα στρεπτού αντικειμένου, και κυρίως το κυρτό της μέρος, αλλ. τόρος
3. μαθ. η επιφάνεια που ορίζεται όταν ένας κύκλος περιστραφεί στον χώρο γύρω από έναν άξονα ο οποίος βρίσκεται στο επίπεδό του αλλά δεν τον τέμνει
4. στον πληθ. οι σπείρες και αἱ σπεῑραι
οι κουλούρες του σώματος ερπετού
νεοελλ.
1. μαθ. α) καμπύλη που βρίσκεται πάνω στην επιφάνεια κυλίνδρου ή κώνου και τέμνει τα στοιχεία του υπό σταθερή γωνία
β) στον πληθ. επίπεδες καμπύλες γραμμές που περιβάλλουν ένα σημείο άπειρες φορές και με κάθε στροφή το προσεγγίζουν ή απομακρύνονται από αυτό
2. (ηλεκτρ.) στοιχείο μιας περιέλιξης το οποίο παρουσιάζει κυκλικό σχήμα και έχει τα άκρα του πολύ κοντά μεταξύ τους
3. τεχνολ. καθένα από τα πλήρη ελικοειδή τμήματα ενός σπειρώματος
4. ζωολ. το σύνολο τών γύρων ενός συνεστραμμένου οστράκου
5. οργανωμένη ομάδα κακοποιών (α. «σπείρα λαθρεμπόρων» β. «σπείρα απατεώνων»)
6. φρ. α) «ανταγωνιστικές σπείρες»
(ηλεκτρ.) σπείρες ενός επαγωγέα ή ενός επαγώγιμου μιας ηλεκτρικής μηχανής που εξουδετερώνουν η μια το μαγνητικό αποτέλεσμα της άλλης
β) «σπείρα φύλλων»
βοτ. η γενετήσια σπείρα, δηλαδή η υποθετική σπείρα που σχηματίζεται εάν αχθεί μια γραμμή που ενώνει τα σημεία έκφυσης τών φύλλων στα διαδοχικά γόνατα του βλαστού, σε μια συνεχή σειρά από τη βάση προς την κορυφή
γ) «σπείρες γαλαξιών»
αστρον. οι σπειροειδείς βραχίονες, δηλαδή το εξωτερικό τμήμα της ορατής δομής τών σπειροειδών γαλαξιών
μσν.-αρχ.
μονάδα του ρωμαϊκού στρατού, κοόρτις («παραλαβόντες τον Ἰησοῡν εἰς τὸ πραιτώριον συνήγαγον ἐπ' αὐτον ὅλην τὴν σπεῑραν», ΚΔ)
αρχ.
1. στριμμένο δικτυωτό πλέγμα, σπείραμα
2. κάλως, παλαμάρι
3. ελικοειδής κόμμωση
4. κυκλικό πλέγμα που τοποθετούσαν στο κεφάλι για να μεταφέρουν βάρη
5. συνεστραμμένες ίνες ξύλου, ρόζος
6. μικρή μονάδα του ρωμαϊκού στρατού, διλοχία
7. τακτική μονάδα του στρατού τών Πτολεμαίων
8. θρησκευτικός θίασος, όμιλος λατρευτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σπεῖρα (< σπερ-) και η λ. σπεῖρον (< σπερ-jον) πρέπει να προέρχονται από κάποιο ρ. με σημ. «λυγίζω, στρέφω, περιτυλίσσω» (βλ. και λ. σπάρτο, σπάργανο), το οποίο, όμως, δεν διατηρήθηκε πιθ. λόγω του ότι θα ήταν ομώνυμο με το ρ. σπείρω. Ο τ. σπῖρα εμφανίζει τον φωνηεντισμό του λατ. spira, που είναι δάνειο από την Ελληνική].