έρεβος

From LSJ
Revision as of 12:30, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")

συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life

Source

Greek Monolingual

το (Α ἔρεβος)
βαθύτατο σκοτάδι, απόλυτη έλλειψη φωτός
αρχ.
1. ο σκοτεινός τόπος που υπάρχει κάτω από τη γη, από τον οποίο περνούσαν οι νεκροί για να πάνε στον Αδη
2. το απόλυτο σκοτάδι στον βυθό της θάλασσας («ἔρεβος ὕφαλον», Σοφ.)
3. γρίφος, μυστήριοφέγγος μέν ξυνετοῖς, ἀξυνέτοις δ’ ἔρεβος», Ανθ. Παλ.)
4. Ἔρεβος, ως προσωποποίηση («ἐκ χάεος δ’ Ἐρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. έρεβος ανάγεται σε ΙΕ τ. regw- «σκοτάδι» και εμφανίζει προθηματικό ε- ενώ συνδέεται με αρχ. ινδ. rajas- «ατμός, σκότος», αρμ. erek- «βράδυ», γοτθ. riqiz. Από τη λ. έρεβος προήλθε το επίθ. ερεμνός (< ερεβ-νός), ο αιολ. τ. ερεβεννός (< ερεβεσ-νός), ενώ ο τ. ερεβώδης είναι μεταγενέστερος].