ανεμιαίος

From LSJ
Revision as of 12:50, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

Greek Monolingual

ἀνεμιαῖος, -ον (Α) ανεμία
1. μάταιος, κενός, ανυπόστατος
2. φρ. α) «ἀνεμιαῑον ᾠόν» — αβγό άγονο, που η κότα το γέννησε χωρίς να γονιμοποιηθεί από τον πετεινό
β) «ἀνεμιαῑον κύημα» — ψευτοεγκυμοσύνη, ανεμογγάστρι.