εδραίος
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἑδραῖος, -α, -ον και ἑδραῖος, -ον)
ακλόνητος, σταθερός, ακίνητος («εδραία πεποίθηση»)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται κοντά στην έδρα, στον πρωκτό («εδραίο πτερύγιο»)
αρχ.
1. (για τεχνίτες ή για την εργασία τους) καθιστικός, που δεν απαιτεί κίνηση
2. φρ. «ἑδραία ῥάχις» — η ράχη του αλόγου στην οποία κάθεται ο αναβάτης
3. φρ. «ἑδραῖος ὕπνος» — βαθύς ύπνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έδρα + -ιος].