τυφλώνω

From LSJ
Revision as of 13:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

τυφλῶ, -όω, ΝΜΑ τυφλός
καθιστώ κάποιον τυφλό, στερώ από κάποιον την όραση (α. «τον τύφλωσαν με πυρωμένο σίδερο» β. «τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῦσι τοῦ γάλακτος εἵνεκεν τοῦ πίνουσι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (για ισχυρό φως) σκοτίζω, αμβλύνω την όραση κάποιου («οι προβολείς μάς τύφλωσαν»)
2. μτφ. α) σκοτίζω, θολώνω τήν κρίση κάποιου («το πάθος του τον τύφλωσε»)
β) ειρων. μουντζώνω
μσν.-αρχ.
(σχετικά με φυτό) καταστρέφω τους οφθαλμούς («τυφλοῦν ὀφθαλμοὺς ἀμπέλου», Γεωπ.)
αρχ.
1. αποφράσσω, κλείνω («τυφλοῦν τὰς διόδους ἁμάξαις», Αιν. Τακτ.)
2. μτφ. αμβλύνω, αχρηστεύω
3. μέσ. τυφλοῦμαι, -όομαι
α) είμαι άχρηστος, ανώφελος, δεν φέρνω αποτέλεσμαοὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν», Πίνδ.)
β) (για φωνή) παύω, σιωπώ.