τολμώ
From LSJ
Greek Monolingual
τολμῶ, -άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. τολμέω Α τόλμη
1. παίρνω το θάρρος να πράξω κάτι (α. «τόλμησε να του εναντιωθεί» β. «τόλμησον ὀρθῶς φρονεῖν», Αισχύλ.)
2. επιχειρώ κάτι το ριψοκίνδυνο, αψηφώ τον κίνδυνο, αποτολμώ
3. απόλ. έχω θάρρος, είμαι τολμηρός, δεν φοβούμαι (α. «δεν έχει μάθει στη ζωή του να τολμά» β. «ἐν φρεσὶ θυμὸς ἐτόλμα», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
έχω το θράσος να... («πώς τολμάς να μού μιλάς έτσι;»)
αρχ.
1. (με αιτ.) υπομένω, υφίσταμαι κάτι («τολμᾱν χρὴ τὰ διδοῦσι θεοί», Θεόγν.)
2. (με απρμφ.) δέχομαι να πράξω κάτι, υποκύπτω
3. (το θηλ. της μτχ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ τετολμηκυῑαι
(ενν. λέξεις) οι τολμηρές εκφράσεις.