εἰσβάλλω

From LSJ
Revision as of 17:20, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσβάλλω Medium diacritics: εἰσβάλλω Low diacritics: εισβάλλω Capitals: ΕΙΣΒΑΛΛΩ
Transliteration A: eisbállō Transliteration B: eisballō Transliteration C: eisvallo Beta Code: ei)sba/llw

English (LSJ)

A throw into, ἄνδρα εἰς ἕρκη S.Aj.60; εἰς πῆμα A.Pr.1075; φάρμακα ἐς φρέατα Th.2.48; ἐς. στρατιὴν ἐς Μίλητον throw an army into the Milesian territory, Hdt.1.14; ἐς. ὗς ἐς [τὴν ἄρουραν] Id.2.14, cf. E.El.79; πρόβατα IG12(1).677.31 (Rhodes, iii B.C.) : c. dupl. acc., βοῦς πόντον εἰσεβάλλομεν were driving them to the sea, E.IT261:— Med., put on board one's ship, ἐς τὴν νέα Hdt.1.1, cf. 6.95 : abs., Th. 8.31. II ἐς. τὴν στρατιὴν ἐς.., of an invasion, Hdt.1.18 : but usually without στρατιάν, throw oneself into, make an inroad into, ἐς Μίλητον ib.15, cf. 16, Th.2.47, etc. ; ἐσβάλλειν ἐς τοὺς ὁπλίτας to fall upon them, Id.6.70; πρὸς πόλιν ἐσβάλλειν make an assault upon it, Id.4.25 : abs., Ar.Ach.762; of disease, come on, Aret. CD1.1, al. : enter a country, εὶς τὸν τόπον Thphr.HP9.7.1: poet. c. acc., χῶρον εἰ. E. Hipp.1198; λέπας Id.Ba.1045; come upon, fall in with, Βρομίου πόλιν ἔοιγμεν εἰσβαλεῖν Id.Cyc.99 : abs., ἤφιζον, εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαί the horse's breath was foaming, was close upon them, S.El.719. 2 of rivers, empty themselves into, fall into, ἐς τὰ ἀρχαῖα (sc. ῥέεθρα) Hdt. 1.75, cf.4.48, al., Arist.Mete.351a10, Plb.4.41.1; ἐς. ἐς τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν τὸ ῥέεθρον Hdt.1.179. 3 of ships, make entrance (sc. εἰς Πόντον), Syngr. ap. D.35.13. 4 abs., begin, ἀπό τινος Sch.Pi.N. 7.1; εἰς λόγον Olymp.in Mete.102.12; κατὰ τὸ ἔαρ εἰσβάλλον Gal. 18(1).470.

German (Pape)

[Seite 741] (s. βάλλω), 1) hineinwerfen; ἄνδρα εἰς ἕρκη Soph. Ai. 60; Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν, stürzte euch in ungeahnet Leid, Aesch. Prom. 1077; φάρμακα εἰς φρέατα Thuc. 2, 48; στρατιὰν εἰς Μίλητον, ein Heer ins Milesische Gebiet hineinwerfen, Her. 1, 14; vgl. Thuc. 5, 71; βοῦς ἐς ἄρουραν Eur. El. 79; βοῦς πόντον, Ochsen ins Meer treiben, I. T. 261. Auch im med., ἐςβάλλομαι τοὺς ἵππους ἐς νέας, an Bord bringen, Her. 1, 1. 6, 95, wie Thuc. 8, 31. – 21 Häufig intr.: a) einfallen, einbrechen, bes. mit einem Heere, so daß man στρατόν ergänzen kann; εἰς Ἐλευσῖνα ἄγων τοὺς Πελοποννησίους εἰσέβαλε Her. 2, 76; ἐς πόλιν 1, 15; στόλῳ μεγάλῳ, πανστρατιῇ, 5, 74. 8, 27; εἰς τὴν Ἀττικήν Thuc. 1, 109; πρὸς τὴν πόλιν 4, 25; auch mit dem bloßen acc., ἔρημον χῶρον Eur. Hipp. 1198; ohne Zusatz, einen Einfall machen, εἰσβεβληκότων Thuc. 2, 54; anlanden, 2, 47; auch εἰς τοὺς ὁπλίτας, angreifen, 6, 70 u. Sp. – b) von Flüssen, sich ergießen, hineinfallen; ἐςβάλλει τὸ ῥέεθρον εἰς Εὐφράτην Her. 1, 179, vgl. 4, 48. 57; Thuc. 1, 46; Xen. An. 1, 7, 15. – c) Bei den Aerzten = anfallen, bes. vom Fieber. – d) εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαί, = ἐπέπνεον, Soph. El. 709. Bei Eur. Cycl. 99 = zufällig hineingerathen. – e) Bei Sp. = ἀναβάλλειν, anheben, beginnen, z. B. Schol. Pind. N. 7, 1.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ, ῥίπτω εἰς, ἄνδρα εἰς ἕρκη Σοφ. Αἴ. 60· εἰς πῆμα Αἰσχύλ. Πρ. 1075· φάρμακα εἰς φρέατα Θουκ. 2. 48· ἐσβ. στρατιὰν ἐς Μίλητον. ῥίπτω στρατὸν εἰς τὴν χώραν τῶν Μιλησίων, Ἡρόδ. 1. 14· ἐσβ. ὕας ἐς τὰς ἀρούρας ὁ αὐτ. 2. 14, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 79· ὡσαύτως μετὰ διπλῆς αἰτιατ., βοῦς πόντον εἰσεβάλλομεν, ἐδιώκομεν αὐτοὺς εἰς τὴν θάλασσαν, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 261: - Μέσ., βάλλω εἰς τὸ πλοῖόν μου, εἰς τὴν ναῦν Ἡρόδ. 1. 1., 6. 95· ἀπολ., Θουκ. 8. 31. ΙΙ. εἰσβ. στρατιὰν εἰς…, περὶ εἰσβολῆς, Ἡρόδ. 1. 17· ἀλλὰ συνήθως ἄνευ τοῦ στρατιάν, κάμνω εἰσβολὴν εἰς, εἰς χώραν Ἡρόδ. 1. 15, 16, Ἀριστοφ. Ἀχ. 762, Θουκ. 2. 47, κτλ.· εἰσβάλλειν, εἰς τοὺς ὁπλίτας, ἐπιπίπτειν κατ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 6. 70· πρὸς πόλιν εἰσβάλλειν ὁ αὐτ. 4. 25· ἐπὶ πυρετοῦ, προσβάλλω τινά, Ἀρεταῖος Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1: - ὡσαύτως, ἁπλῶς, εἰσέρχομαί που, εἰς τόπον Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 1: - ποιητ. μετ’ αἰτιατ., χῶρον εἰσ. Εὐρ. Ἱππ. 1198: λέπας ὁ αὐτ. Βάκχ. 1045· εἰσέρχομαι κατὰ τύχην, Βρομίου πόλιν ἔοιγμεν εἰσβαλεῖν ὁ αὐτ. Κύκλ. 99: - ἀπολ., ὁμοῦ γὰρ ἀμφὶ νῶτα καὶ τροχῶν βάσεις ἤφριζον, εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαὶ Σοφ. Ἠλ. 719. 2) ἐπὶ ποταμῶν, κενοῦμαι, χύνομαι ἐντός, Ἡρόδ. 1. 75., 4. 48, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 41. ἐνεργ. ἐσβάλλει δὲ οὗτος (ὁ ποταμὸς Ἴς) ἐς τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν τὸ ῥέεθον Ἡρόδ. 1. 179· πρβλ. εἰσδίδωμι, ἐκδίδωμι. 3) ἀπολ. ἀρχίζω, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 7. 1· κατὰ τὸ ἔαρ εἰσβάλλον Γαλην.

French (Bailly abrégé)

1 tr. jeter dans : φάρμακα ἐς φρέατα THC jeter du poison dans les puits ; τινὰς ἐς φάραγγας THC précipiter des gens dans des ravins ; fig. τινα εἰς πῆμα SCHL précipiter qqn dans la douleur;
2 intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν) se jeter dans en parl. d’un fleuve : εἰς τὸν Εὐφράτην XÉN se jeter dans l’Euphrate ; en parl. d’une troupe ἐς τοὺς ὁπλίτας THC se jeter sur les hoplites ; εἰς τὴν Ἀττικήν THC se jeter sur l’Attique, l’envahir ; πρὸς πόλιν THC se porter contre une ville ; abs. faire invasion ou irruption;
Moy. εἰσβάλλομαι ou ἐσβάλλομαι;
1 tr. jeter sur : ἵππους ἐς νέας HDT embarquer des chevaux ; τὰ δὲ ἐσβαλόμενοι ἀπέπλευσαν THC et ayant embarqué le reste, ils partirent;
2 intr. s’embarquer.
Étymologie: εἰς, βάλλω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Ibyc.6.4, Hdt.2.14, Th.2.47, E.El.79

• Morfología: [aor. inf. ἐσβάλην Alc.117(b).27, εἰσβαλέειν A.R.4.639]
A tr., gener. c. εἰς
I 1arrojar, echar πόρνᾳ δ' ὄ κέ τις δίδ[ῳ ἴ] σα κἀ[ς] πολίας κῦμ' ἄλ[ο] ς ἐσβ[ά] λην lo que da uno a una puta es como arrojarlo a la ola del mar canoso Alc.l.c., Ἔρος αὖτέ με ... ἐς ἄπειρα δίκτυα Κύπριδος ἐσβάλλει Ibyc.l.c., τὴν φιάλην ἐς τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.7.54, Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ... πῆμ' εἰσέβαλεν A.Pr.1075, φάρμακα ... ἐς τὰ φρέατα Th.l.c., ἐσβάλλει ἐς τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν τὸ ῥέεθρον (el río Is) vierte su caudal en el río Éufrates Hdt.1.179
fig. ἄνδρα ... εἰσέβαλλον εἰς ἕρκη κακά yo empujé al hombre a funestas trampas S.Ai.60, cf. Isoc.12.55.
2 llevar, conducir στρατιὴν ... ἔς τε Μίλητον Hdt.1.14, cf. 18
hacer entrar, introducir σπείρας ... τὴν ἑαυτοῦ ἄρουραν ἐσβάλλει ἐς αὐτὴν ὗς Hdt.2.14, βοῦς εἰς ἀρούρας ἐσβαλών E.l.c., βοῦς ... πόντον εἰσεβάλλομεν E.IT 261, εἰ δέ κα πρόβατα ἐσβάλῃ (ἐς τὸ τέμενος) IG 12(1).677.31 (Yaliso IV/III a.C.).
3 introducir mercancías, importar op. ἐκβάλλω SEG 39.1180.54 (Éfeso I d.C.).
4 lanzarse a, abordar c. ac. de abstr. ἀπροοιμιάστως ποτὲ εἰσέβαλε τὴν διήγησιν ἀρχὴν λαβών a veces se lanza sin ningún preámbulo a la exposición, haciendo de ésta su parte inicial D.H.Lys.17.6.
II en v. med. embarcar, hacer embarcar, subir a bordo (φασί) ἐσβαλομένους (τὰς γυναῖκας) ἐς τὴν νέα οἴχεσθαι dicen que, tras haber embarcado a las mujeres, partieron Hdt.1.1, τοὺς ἵππους ... ἐς ταύτας (τὰς νέας) Hdt.6.95, τὰ δὲ ἐσβαλόμενοι ἀπέπλευσαν Th.8.31.
B intr., gener. c. εἰς o ac. direcc.
I indic. mov. hacia o llegada
1 llegar c. giro prep. ἐς τὸ πεδίον Hdt.9.39, ἀμφὶ νῶτα ... εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαί llegaba el aliento de los caballos S.El.719, εἰς τὸν τόπον Thphr.HP 9.7.1
c. ac. direcc. ἔρημον τόπον εἰσεβάλλομεν E.Hipp.1198, πόλιν ... ἐσβαλεῖν E.Cyc.99
de barcos arribar a puerto ἐὰν δὲ μὴ εἰσβάλωσι D.35.13.
2 c. suj. de ríos o fuentes desembocar, afluir c. giro prep. ὁ Νάπαρις καὶ ὁ Ὀρδησσὸς ... ἐσβάλλουσι ἐς τὸν Ἴστρον Hdt.4.48, cf. 1.75, Arist.Mete.351a10, 359b19, Plb.4.41.1.
3 empezar, dar comienzo abs. σπείρονται μὲν οὗτοι πυροὶ κατὰ τὸ ἔαρ εἰσβάλλον esos granos se siembran cuando empieza la primavera Gal.18(1).470.
II c. sent. hostil ir contra, atacar ciudades o ejércitos, c. prep. y ac. ἐς Μίλητόν τε ἐσέβαλε Hdt.1.15, cf. 16, Th.2.47, ἐς τοὺς ὁπλίτας Th.6.70, πρὸς τὴν πόλιν ἐσέβαλλον atacaban la ciudad Th.4.25, πρὶν εἰσβαλεῖν τοῦ βασιλέως τὸ στράτευμα εἰς τὴν Ιουδαίαν antes de que el ejército del rey atacase Judea LXX 2Ma.13.13
fig. μῶν ὑστριχὶς εἰσέβαλέν σοι εἰς τὰς πλευρὰς πολλῇ στρατιᾷ ...; ¿acaso un látigo te ha atacado los costados con mucha hueste? e.d. ¿te han azotado?, Ar.Pax 746
abs. invadir ὅκκ' εἰσβάλητε cada vez que invadís Ar.Ach.762, χώρα ᾗ ... πολλοὺς εἰσβάλλειν Aen.Tact.16.17
fig. de enfermedades ἢν ἀρχῆθεν ἡ νοῦσος εἰσβάλλῃ Aret.CA 1.2.7, ἢν ἐσβάλῃ ἅπαξ Aret.CD 1.1.1.
III astrol. caer en e.e. estar situado c. prep. y dat. βλέπε ἐν ποίᾳ μοίρᾳ τοῦ ζωδίου εἰσβάλλει ὁ ὡροσκόπος Vett.Val.454.18.

Greek Monolingual

(AM εἰσβάλλω, Α και ἐσβάλλω)
εισέρχομαι ως εχθρός σε μια χώρα («Πελοποννήσιοι... ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν»)
νεοελλ.
εισέρχομαι ορμητικά («εισέβαλε στο δωμάτιό μου»)
αρχ.-μσν.
1. εισέρχομαι, μπαίνω
2. αρχίζω
αρχ.
1. ρίχνω μέσα, εισάγω
2. επιβιβάζω στο πλοίο
3. επιτίθεμαι
4. (για αρρώστια) προσβάλλω
5. (για ποταμό) εκβάλλω, συμβάλλω
6. (για εμπορεύματα) εισάγω.

Greek Monotonic

εἰσβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ·
II. ρίχνω σε, μπαίνω σε, ακολουθ. από το εἰς, σε Ηρόδ., Αττ.· Μέσ., επιβιβάζομαι στο πλοίο κάποιου, σε Ηρόδ.
II. 1. αμτβ., ρίχνομαι σε, κάνω επιδρομή, εισβάλλω σε, εἰς χώραν, στον ίδ., Αττ.· πρὸς πόλιν εἰσβ., πέφτω πάνω της, επιδράμω, σε Θουκ.· ποιητ. με αιτ., εφορμώ, ρίχνομαι, συναντώ, συμφωνώ, σε Ευρ.
2. λέγεται για ποτάμια, εκχύνομαι, πέφτω μέσα σε, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσβάλλω: ион. и староатт. ἐσβάλλω
1) бросать, ввергать (τινά εἰς ἕρκη Soph.; τινὰ εἰς ἀπρόοπτον πῆμα Aesch.): ἐλέχθη φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα Thuc. был пущен слух, что (пелопоннесцы) отравили колодцы;
2) вводить (на корабль), грузить (τοὺς ἵππους ἐς νέας Her.); med. грузиться (ἐσβαλόμενοι ἀπέπλευσαν Thuc.);
3) вести (στρατιὴν ἐς Σμύρνην Her.; βοῦς εἰς ἀρούρας Eur.);
4) вливаться, впадать (αἱ διώρυχες εἰσβάλλουσι εἰς τὸν Εὐφράτην Xen.; ποταμὸς εἰς ὃν εἰσβάλλει ἡ κρήνη Arst.);
5) вторгаться (στόλῳ μεγάλῳ ἐς Ἐλευσῖνα Her.; εἰς χώραν τινά Thuc., Plut.; χῶρόν τινα Eur.);
6) (случайно или нечаянно) попадать, оказываться (Βρομίου πόλιν εἰσβαλεῖν Eur.);
7) нападать, атаковать (ἐς τοὺς ὁπλίτας Thuc.): εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαί Soph. (их) обдавало дыханием коней.

Middle Liddell

fut. -βᾰλῶ
I. to throw into, put into, foll. by εἰς, Hdt., attic:—Mid. to put on board one's ship, Hdt.
II. intr. to throw oneself into, make an inroad into, εἰς χώραν Hdt., attic; πρὸς πόλιν εἰσβ. to fall upon it, Thuc.:—poet., c. acc., to come upon, fall in with, Eur.
2. of rivers, to empty themselves into, fall into, Hdt.