ὁρκισμός
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ὁ, A administration of an oath, LXX Ge.21.31,al., Plb.6.33.1; prob. f.l. for ὁρισμός, = sponsio, in Plu. Cat. Ma.17.
German (Pape)
[Seite 379] ὁ, Vereidigung, Abnahme eines Eides, Plut. Cat. mai. 17 Flam. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρκισμός: ὁ, ἐπιβολὴ ὅρκου, Πολύβ. 6. 33, 1, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 17.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de faire prêter serment.
Étymologie: ὁρκίζω.
Spanish
conjuro, método para forzar, objeto protector, amuleto
Greek Monolingual
ὁρκισμός, ὁ (Α) ορκίζω
η επιβολή ή η κατάθεση όρκου.
Greek Monotonic
ὁρκισμός: ὁ (ὁρκίζω), επιβολή όρκου, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὁρκισμός: ὁ взятие (с кого-л.) клятвы Polyb., Plut.
Middle Liddell
ὁρκισμός, οῦ, ὁ, ὁρκίζω
administration of an oath, Plut.