μηλόβοτος

From LSJ
Revision as of 09:28, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλόβοτος Medium diacritics: μηλόβοτος Low diacritics: μηλόβοτος Capitals: ΜΗΛΟΒΟΤΟΣ
Transliteration A: mēlóbotos Transliteration B: mēlobotos Transliteration C: milovotos Beta Code: mhlo/botos

English (LSJ)

ον, A grazed by sheep, epithet of pastoral districts, Pi.P.12.2, B.5.66, A.Supp. 548 (lyr.); χώραν μ. ἀνιέναι turn a district into a sheep-walk, i.e. lay it waste, Isoc.14.31, cf. Ph.2.473, D.L.6.87; ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον εἶναι (sc. τὴν Καρχηδόνα) App.BC1.24, cf.AP9.103 (Mund.): metaph., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀνῆκεν Philostr.VA5.27, cf.VS1.21.4.

German (Pape)

[Seite 172] von Schaafheerden, von kleinem Vieh beweidet; die Viehzucht treibend; Ἀκράγας, Pind. P. 12, 2; Φρυγία, Aesch. Suppl. 543; sp. D., μηλόβοτος κεῖμαι καὶ βούνομος ἔνθα Μυκήνη, Mund. ep. (IX, 103). Auch in Prosa, Isocr. 14, 31, ὡς χρὴ τήν τε πόλιν ἐξανδραποδίσασθαι καὶ τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, daß das Land nie wieder bebau't werden, sondern zur Schaafweide dienen solle; vgl. Hdu. 8, 4, 23; übertr., Philostr. v. Ap. 5, 27.

Greek (Liddell-Scott)

μηλόβοτος: -ον, ὑπὸ προβάτων νεμόμενος, ἐπίθ. βοσκησίμων χωρῶν, Πινδ. Π. 12. 4, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· Ἴδας ἀνὰ μηλοβότους πρῶνας Βακχυλ. V. 66· τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, νὰ ἀφήσωσι, τὴν χώραν ἔρημον ὥστε νὰ βόσκωνται πρόβατα ἐν αὐτῇ, Ἰσοκρ. 302C, πρβλ. Διογ. Λ. 6. 87· ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον εἶναι (δηλ. τὴν Καρχηδόνα) Ἀππ. Ἐμφ. 1. 24, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 103· - μεταφορ., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀφῆκεν Φιλόστρ. 210, πρβλ. 517.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
brouté par les brebis, abandonné en pâturage aux brebis ; désert.
Étymologie: μῆλον¹, βόσκω.

English (Slater)

μηλόβοτος, -ον
   1 grazed by sheep ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν (P. 12.2)

Greek Monolingual

μηλόβοτος, -ον (Α)
1. αυτός που βόσκεται από πρόβατα («μηλοβότου Φρυγίας», Αισχύλ.)
2. μτφ. αυτός που τίθεται στη διάθεση ανάξιων προσώπων («μηλόβοτον γυναίοις τὴν ἀρχῆν ἀνῆκεν», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί-βοτος, ιππό-βοτος].

Greek Monotonic

μηλόβοτος: -ον, αυτός που τον βόσκουν τα πρόβατα, επίθ. για κτηνοτροφικές περιοχές, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μηλόβοτος: служащий выгоном для мелкого скота, покрытый пастбищами (Ἀκράγας Pind.; Φρυγία Aesch.; χώρα Plut.): τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον Isocr. превратить страну в пастбище, т. е. опустошить ее.

Middle Liddell

μηλό-βοτος, ον
grazed by sheep, epithet of pastoral districts, Pind.