τετραυγής
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ές, A four-eyed, θεός Orph.Fr.77: also as epithet of a kind of stone, shot with four colours, Id.L.230.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που έχει τέσσερεις οφθαλμούς
2. (για κάποιο είδος λίθου) αυτός που ακτινοβολεί τέσσερα χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -αυγής (< αὐγή ή αὖγος, το), πρβλ. δι-αυγής].