θρίσσα

From LSJ
Revision as of 09:46, 4 July 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρίσσα Medium diacritics: θρίσσα Low diacritics: θρίσσα Capitals: ΘΡΙΣΣΑ
Transliteration A: thríssa Transliteration B: thrissa Transliteration C: thrissa Beta Code: qri/ssa

English (LSJ)

Att. θρίττα, ἡ,
A a fish,= τριχίας, Anaxandr.41.52, Ephipp. 12.5, Arist.HA621b16, PCair.Zen.40(iii B.C.), al., Gp.20.7.1: θρείσσα, BGU816.20 (iii A.D.): θρίσσος, ὁ, is v.l. in AP6.304 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1219] att. θρίττα, ἡ, ein Fisch, = τριχίς; Arist. H. A. 9, 37; Ath. VII, 328 e; Ep. ad. (X, 9).

Greek (Liddell-Scott)

θρίσσα: Ἀττ. θρίττα, ἡ, κοινῶς «φρίσσα», κατὰ τροπὴν τοῦ θ εἰς φ, ὡς τὸ φηκάριον ἀντὶ θηκάριον κτλ. (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτην σ. 206), Ἀναξανδρ. ἐν Πρωτ. 1. 52, Ἔφιππ. ἐν Κύδ. 1. 5, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 37, 16.

Greek Monolingual

και φρίσσα, η (ΑΜ θρίσσα Α και αττ. τύπος θρίττα και θρείσσα)
είδος σαρδέλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θριχ-ψα < θριξ, τριχός. Πρόκειται για την πιο αρχαία και πιο διαδεδομένη λ. της οικογένειας. Δηλώνει ένα είδος ψαριού, το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή τα κόκαλα του είναι πολύ λεπτά, σαν τρίχες].

Russian (Dvoretsky)

θρίσσα: атт. θρίττα ἡ тритта (рыба неизвестного нам вида) Arst., Plut.