εἰκοτολογία

From LSJ
Revision as of 15:59, 7 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]op. " to "]] op. ")

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκοτολογία Medium diacritics: εἰκοτολογία Low diacritics: εικοτολογία Capitals: ΕΙΚΟΤΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: eikotología Transliteration B: eikotologia Transliteration C: eikotologia Beta Code: ei)kotologi/a

English (LSJ)

ἡ, A probability or inference therefrom, Archyt. ap. Stob.1.41.5, Phld.Rh. 1.80 S., Str.13.3.1, Iamb.VP18.86 (pl.), Herm. in Phdr. p.74 A. (pl.), Simp.in Ph.18.30.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκοτολογία: ἡ, πιθανολογία, πιθανὴ εἰκασία, Ἀρχύτ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 724, Στράβων 620.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
conjetura, probabilidad op. ἐπιστήμη ‘conocimiento’ εἰ. καὶ σ[το] χασμός Phld.Rh.2.137Aur., αἰτιολογίαι δὲ καὶ εἰκοτολογίαι Ps.Archyt.Pyth.Hell.37.1, αἱ δὲ προστιθέμεναι εἰκοτολογίαι περὶ τῶν τοιούτων οὐκ εἰσὶ Πυθαγορικαί Iambl.VP 82 (= Pythag.C 4.86), καλῶς ὁ Πλάτων τὴν φυσιολογίαν εἰκοτολογίαν ἔλεγεν εἶναι con razón decía Platón que la fisiología era pura hipótesis Simp.in Ph.18.30, cf. Str.13.3.1, Syrian.in Metaph.5.5, Eust.729.20, op. ἀλήθεια Procl.in Ti.1.339.1, op. τὸ ἀνέλεγκτον καὶ ἄπταιστον Procl.in Ti.1.348.26.

Greek Monolingual

η (Α εἰκοτολογία)
η διατύπωση μιας άποψης κατά συμπερασμό, χωρίς βεβαιότητα.