γλοιάφιον
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Grafía: graf. γλυαφ-
aglutinante, cola, SB 12381.32, 9408.53 (ambas III d.C.).