γλωσσοδίφης
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Greek Monolingual
ο
αυτός που ερευνά ειδικά γλωσσικά προβλήματα και φαινόμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -δίφης < διφώ «ερευνώ» (πρβλ. αρχαιοδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης). Η λ. μαρτυρείται στον Δημ. Αλ. Χαντσερή].