δακτυλοσκοπία
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Greek Monolingual
η
η διαπίστωση της ταυτότητας ενός ατόμου από τα δακτυλικά του αποτυπώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. dactyloscopy). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].