δακτυλοσκοπία

From LSJ
Revision as of 08:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

Greek Monolingual

η
η διαπίστωση της ταυτότητας ενός ατόμου από τα δακτυλικά του αποτυπώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. dactyloscopy). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].