εὔπειστος
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ον, (πείθομαι) of persons, A easily persuaded, Arist.EN 1151b10. 2 easy to demonstrate, Id.LI969b22; easy to convince people of, S.Aj.151 (anap., v. l. εὔπιστ-).
German (Pape)
[Seite 1087] leicht zu überreden, gehorsam, folgsam, Arist. Eth. 7, 10. Bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 u. Hipparch. 9, 3 wird jetzt εὔπιστος geschrieben, u. so ist auch Soph. Ai. 151 zu lesen, wo Herm. u. Lob. εὔπειστος vorziehen, was dann von Sachen gesagt wäre.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπειστος: -ον, (πείθομαι) ἐπὶ προσώπων, εὐκόλως πειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2: πρβλ. εὔπιστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sujet de quoi il est facile de persuader.
Étymologie: εὖ, πείθω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔπειστος, -ον και για πρόσωπα εὔπιστος, -ον)
αυτός που πείθεται εύκολα, ευκολόπιστος
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που πείθει ή πιστεύεται εύκολα, ο πιθανός
2. αυτός που αποδεικνύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πειστος (< πείθω), πρβλ. αμετάπειστος, δύσ-πειστος].
Greek Monotonic
εὔπειστος: -ον (πείθομαι), αυτός που εύκολα πείθεται, ευκολόπιστος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
εὔπειστος: Arst. = εὐπειθής 4.