διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
ἡδυλάλος, -ον (Α)επιγρ. ηδυλόγος, γλυκόλογος, γλυκόλαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -λαλος (< λάλος, υποχωρητικό παράγ. του λαλώ), πρβλ. ερημο-λάλος, χρηστο-λάλος.