θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ἡλιοειδής, -ές (AM, Α και ἡλιώδης)αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, αυτός που λάμπει και ακτινοβολεί όπως ο ήλιος. επίρρ...ἡλιοειδῶς (AM)λαμπρά όπως ο ήλιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -ειδης (< είδος), πρβλ. κυματο-ειδής, σφαιρο-ειδής].