θεόκτιστος

From LSJ
Revision as of 09:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόκτιστος Medium diacritics: θεόκτιστος Low diacritics: θεόκτιστος Capitals: ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: theóktistos Transliteration B: theoktistos Transliteration C: theoktistos Beta Code: qeo/ktistos

English (LSJ)

ον (also , Dor. αA, -ον Trag.Adesp. 85), created, established, or founded by God, φλόξ l.c., cf. Limen. 36; πόλις OGI168.4 (Egypt, ii B.C., v. corrigenda); νομοθεσία LXX 2 Ma.6.23. II name of an eyesalve, Dessau Inscr.Lat.Sel. 8738.

German (Pape)

[Seite 1196] von Gott erbau't, gemacht, p. bei Ar. Poet. 21.

Greek (Liddell-Scott)

θεόκτιστος: -ον, καὶ η, ον, δημιουργηθεὶς ὑπὸ θεοῦ, σπείρων θεοκτίσταν φλόγα Τραγ. παρ’ Ἀριστ. Ποιητ. 21, 14.

Greek Monolingual

και θεόχτιοτος, -η, -ο (AM θεόκτιοτος, -ον, Α και θεόκτιτος, -ον, θηλ. και θεοκτίστη και θεοκτίστα)
ο κτισμένος από θεό, ο δημιουργημένος από θεό
νεοελλ.
ο πολύ ογκώδης
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το θεόκτιστον
ονομασία κολλυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κτιστος (< κτίζω), πρβλ. ά-κτιστος, νεό-κτιστος].

Russian (Dvoretsky)

θεόκτιστος: созданный богами, богосотворенный (φλόξ Arst.).