καρνοστάσιον

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρνοστάσιον Medium diacritics: καρνοστάσιον Low diacritics: καρνοστάσιον Capitals: ΚΑΡΝΟΣΤΑΣΙΟΝ
Transliteration A: karnostásion Transliteration B: karnostasion Transliteration C: karnostasion Beta Code: karnosta/sion

English (LSJ)

v. κάρνος.

Greek Monolingual

καρνοστάσιον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μάνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρνος + -στάσιον (< ασθενές θ. στᾰ του ἵστημι, πρβλ. στᾰ-τός + κατάλ. -σιον), πρβλ. βου-στάσιον, εργο-στάσιον].