καταρτίζω

From LSJ
Revision as of 13:22, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρτίζω Medium diacritics: καταρτίζω Low diacritics: καταρτίζω Capitals: ΚΑΤΑΡΤΙΖΩ
Transliteration A: katartízō Transliteration B: katartizō Transliteration C: katartizo Beta Code: katarti/zw

English (LSJ)

A adjust, put in order, restore, πάντα ἐς τὠυτό Hdt.5.106; Μίλητος νοσήσασα στάσι, μέχρι οὗ μιν Πάριοι κατήρτισαν ib.28, cf. 30; τὸν δῆμον Plu.Marc.10; ἵνα καταρτισθῇ [ἡ πόλις] D.H.3.10; κ. δίκτυα mend, Ev.Matt.4.21; set a dislocated limb, in Pass., Apollon.Cit.2, Heliod. ap. Orib.49.1.3 (Act. and Pass.); but κ. τὴν ὀσφὺν καὶ τοὺς ὤμους form them by exercise, Arr.Epict.3.20.10: metaph., restore to a right mind, Ep.Gal. 6.1; κ. τινὰ εἰς τὸ συμφέρον Plu.Cat.Mi.65; reconcile, φίλους διαφερομένους Eus.Mynd.1; make good, τὰ ὑστερήματα τῆς πίστεως 1 Ep.Thess.3.10:—Med., ἠσθένησε, σὺ δὲ κατηρτίσω αὐτήν LXXPs.67(68).10. II furnish, equip, τετρήρη πληρώματι Plb.1.47.6, al., cf. PTeb.6.7 (ii B.C., Pass.), D.S.13.70, etc.:—Pass., πλοῖα ταῖς εἰρεσίαις κατηρτισμένα Plb.5.2.11; κατηρτισμένος abs., in battle array, Hdt. 9.66; instructed, Ev.Luc.6.40; prepare, make ready, σφενδόνην Ph.Bel.78.24:—Med., LXXEx.15.17, al.: σῶμα κατηρτίσω μοι Ep.Hebr.10.5; ὁ τὸν κόσμον καταρτισάμενος PMag.Par.1.1147: c. inf., κατηρτίσατο δίδοσθαι OGI177.10 (Egypt, i B.C.):—so in Pass., ib.179.8 (ibid., i B.C.): abs. in imper., καταρτίζεσθε 2 Ep.Cor.13.11. 2 compound, prepare dishes, medicines, etc., Dsc.Alex.Praef.codd. (v. καταρτύω):—Med., Nic.Th.954.

German (Pape)

[Seite 1376] einrichten, in Ordnung bringen, ein Glied wieder einrenken, Sp., bes. Medic.; wiederherstellen, κεῖνα πάντα καταρτίσω εἰς τωὐτό Her. 5, 106; ναῦς, στόλον, ausrüsten, Pol. 1, 21, 4. 29, 1. 36, 5 u. öfter; τριήρεις D. Sic. 13, 70; aussöhnen, Her. 5, 28; leiten, regieren, Plut. Marcell. 10 Cat. min. 65.

Greek (Liddell-Scott)

καταρτίζω: μέλλ. -ίσω (πρβλ. ἀπαρτίζω), διευθετῶ, τακτοποιῶ ἐκ νέου, «διορθώνω», συμφιλιώνω, διαλλάττω, πάντα ἐς τωὐτὸ Ἡρόδ. 5. 106· Μίλητος νοσήσασα στάσι, μέχρι οὗ μιν Πάριοι κατήρτισαν αὐτόθι 28, ὅπερ ἐν 29 κατήλλαξαν τοὺς στασιάζοντας λέγει· κ. τὸν δῆμον Πλουτ. Μάρκ. 10· φίλους διαφερομένους κ. Στοβ. Ἀνθολ. Ι. 85, 52· στασιάζουσα πόλις ἵνα καταρτισθῇ Διον. Ἁλ. 3. 10· πρβλ. καταρτιστήρ·- κ. ναῦς, ἐπιδιορθώνω, ἐπισκευάζω, ἐκ νέου ὁπλίζω, Πολύβ. 1. 21, 4, κτλ.· κατ. δίκτυα, διορθώνω, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. δ΄, 21· τοποθετῶ ἐξηρθρωμένον μέλος, ἐπαναφέρω εἰς τὴν θέσιν του, Ὀρειβάσ. 135 Mai· ἀλλά, κατ. τὴν ὀσφὺν καὶ τοὺς ὤμους, σχηματίζω αὐτὰ διὰ τῆς ἀσκήσεως, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 10·- μεταφορ., ἐπαναφέρω εἰς τὸ ὀρθόν, Ἐπιστ. πρὸς Γαλ. ς΄, 1· κατ. τινὰ εἰς τὸ συμφέρον Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 65.- Μέσ., ἠσθένησε, σὺ δὲ κατηρτίσω αὐτήν, ἐθεράπευσας, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΞΖ΄, 9). ΙΙ. ἐντελῶς ἐφοδιάζω, ὁπλίζω, ἑτοιμάζω, ναῦν πληρώματι Πολύβ. 1. 47, 6, κτλ.· ταῖς εἰρεσίαις κατηρτισμένοι ὁ αὐτ. 5. 2, 11· κατηρτισμένος, ἀπολ., καλῶς ἐφωδιασμένος, πλήρης, Ἡρόδ. 9. 66 (πρβλ. καταρτάω), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ς΄, 40, κτλ., πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιγ΄, 11· κατήρτισται καὶ πεπαίδευται Ἀριστείδ. Α. 66. ΙΙΙ. παρασκευάζω, συσκευάζω, ἑτοιμάζω φαγητά, φάρμακα, κτλ., Διοσκ., κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Νικ. Θηρ. 964.

French (Bailly abrégé)

I. 1 arranger, appareiller, garnir;
2 gouverner, diriger;
II. remettre en ordre, en état, restaurer (un État, un peuple, les affaires, etc.).
Étymologie: κατά, ἀρτίζω.

Spanish

disponer en orden

English (Strong)

from κατά and a derivative of ἄρτιος; to complete thoroughly, i.e. repair (literally or figuratively) or adjust: fit, frame, mend, (make) perfect(-ly join together), prepare, restore.

English (Thayer)

future καταρτίσω (L T Tr WH (Buttmann, 31 (32); but καταρτίσαι, 1st aorist optative 3rd person singular)); 1st aorist infinitive καταρτίσαι; passive, present καταρτίζομαι; perfect κατήρτισμαι; 1st aorist middle 2nd person singular κατηρτίσω; properly, "to render ἄρτιος, i. e. fit, sound, complete" (see κατά, III:2); hence,
a. to mend (what has been broken or rent), to repair: τά δίκτυα, to complete, τά ὑστερήματα, to fit out, equip, put in order, arrange, adjust: τούς αἰῶνας, the worlds, passive Song of Solomon , for הֵכִין, ἥλιον, σελήνην, σκεύη κατηρτισμένη εἰς ἀπώλειαν, of men whose souls God has so constituted that they cannot escape destruction (but see Meyer (edited by Weiss) in the place cited), πλοῖα, Polybius 5,46, 10, and the like); of the mind: κατηρτισμένος ὡς etc. so instructed, equipped, as etc. (cf. Buttmann, 311 (267); but others take κατηρτισμένος as a circumstantial participle "when perfected shall be as (not 'above') his master" (see Meyer, in the place cited); on this view the passage may be referred to the next entry), to fit or frame for oneself, prepare: αἶνον, Sept. for יָסַד); σῶμα, to strengthen, perfect, complete, make one what he ought to be: τινα (τινα ἐν παντί ἔργῳ (T WH omit)) ἀγαθῷ, κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοι< κτλ., of those who have been restored to harmony (so πάντα εἰς τωὐτό, Herodotus 5,106; ἵνα καταρτισθῇ ἡ στασιαζουσα πόλις, Dionysius Halicarnassus, Antiquities 3,10), προκαταρτίζω.)

Greek Monolingual

(AM καταρτίζω)
παρασκευάζω κάποιον δίνοντάς του τα αναγκαία εφόδια και ιδίως γνώσεις σε ορισμένο κλάδο, εκπαιδεύω, εξασκώ («τον κατάρτισε στα μαθηματικά»)
νεοελλ.
ολοκληρώνω κάτι ώστε να είναι πλήρες, συγκροτώ σε ένα οργανικό σύνολο, οργανώνω (α. «κατάρτισε τον κατάλογο τών παρόντων στη συνέλευση» β. «κατάρτισε λόχο»)
μσν.
χτίζω, ιδρύω
μσν.-αρχ.
ετοιμάζω («καταρτίζειν σφενδόνην», Φίλ.)
αρχ.
1. διευθετώ, τακτοποιῶ
2. συμφιλιώνω
3. επιδιορθώνω, επισκευάζω («καὶ προβὰς ἐκεῑθεν εἶδεν ἄλλους... καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν», ΚΔ)
4. τοποθετώ εξαρθρωμένο μέλος στη θέση του
5. ασκώ τα μέλη του σώματος για να τά φέρω στη φυσιολογική τους κατάσταση
6. επαναφέρω στον σωστό δρόμο («ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πραότητος», ΚΔ)
7. συμβουλεύω
8. επανορθώνω
9. θεραπεύω («ἠσθένησε, σὺ δὲ κατηρτίσω αὐτήν», ΠΔ)
10. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηρτισμένος, -η, -ον
αυτός που βρίσκεται σε θέση μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀρτίζω «προσαρμόζω» (< ἄρτι), πρβλ. απ-αρτίζω, εξ-αρτίζω. Κατ' άλλη άποψη, το ἀρτίζω είναι μεταπλασμένος τ. του ἀρτέομαι «είμαι έτοιμος»].

Greek Monotonic

καταρτίζω: μέλ. -ίσω,
I. διευθετώ, τακτοποιώ εκ νέου, αποκαθιστώ, σε Ηρόδ.· κ. δίκτυα, διορθώνω δίχτυα, «μπαλώνω», σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., επαναφέρω στο σωστό, στο ίδ.
II. εφοδιάζω, εξοπλίζω εντελώς· Παθ. παρακ. κατηρτισμένος, απόλ., εφοδιασμένος καλά, πλήρης, σε Ηρόδ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

καταρτίζω:
1) вновь приводить в порядок, восстанавливать: πάντα κ. ἐς τωὐτό Her. привести все в прежнее состояние;
2) умиротворять (Μιλησίους Her.; τὸν δῆμον Plut.);
3) исправлять, приводить в порядок, чинить (ναῦς Polyb.; τὰ δίκτυα NT);
4) руководить, направлять, вести (τινὰ εἰς или πρὸς τὸ συμφέρον Plut.; ὁ μαθητὴς κατηρτισμένος ἔσται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ NT);
5) реже med. снаряжать, готовить (στόλον Polyb.): σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν NT орудия гнева, готовые нести гибель;
6) снабжать, укомплектовывать (ναῦν πληρώματι ἐπιλέκτῳ Polyb.): κ. τριήρεις Diod. укомплектовывать триеры (людьми).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αρτίζω perf. med.-pass. κατήρτισμαι; fut. καταρτίσω herstellen,weer in orde brengen:; μέχρι οὗ μιν Πάριοι κατήρτισαν totdat de Pariërs er orde op zaken stelden Hdt. 5.28; κ. δίκτυα netten repareren NT Marc. 1.19; overdr. corrigeren:; τοῦτον... καταρτίσαι πρὸς τὸ συμφέρον hem tot beter inzicht brengen Plut. CMi 65.11; med.: καταρτίζεσθε betert uw leven NT 2 Cor. 13.11. toerusten:; καταρτίσαι ὑμᾶς... εἰς τὸ ποιῆσαι τὸ θέλημα αὐτοῦ u toerusten... zodat u zijn wil kunt doen NT Hebr. 13.21; ook med.: σῶμα κατηρτίσω μοι u heeft mij voorzien van een lichaam NT Hebr. 10.5. perf. pass. gereed, klaar zijn:. κατηρτισμένος in slagorde Hdt. 9.66.2; κατηρτισμένος volleerd NT Luc. 6.40; σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν voorwerpen van (Gods) toorn die bestemd zijn voor de ondergang NT Rom. 9.22.

Middle Liddell

fut. ίσω
I. to adjust or put in order again, restore, Hdt.; κ. δίκτυα to put nets to rights, mend them, NTest.:—metaph. to restore to a right mind, NTest.
II. to furnish completely: perf. pass. part. κατηρτισμένος, absol., well-furnished, complete, Hdt., NTest.

Chinese

原文音譯:katart⋯zw 卡特-阿而提索
詞類次數:動詞(13)
原文字根:向下-裝備 相當於: (בְּנָה‎) (כּוּן‎ / נָכֹון‎) (כּוּר‎ / כָּרָה‎) (עָמַד‎)
字義溯源:徹底完成,補滿,補,預備,學成,彼此相合,挽回,造成,成全,完全,完成,修理,修復;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἄρτιος)=完備的)組成;其中 (ἄρτιος)出自(ἄρτι)=現在),而 (ἄρτι)出自(αἴρω)*=懸掛)。參讀 (ἀναπληρόω) (ἄρτιος) (ἑτοιμάζω)同義字
出現次數:總共(13);太(2);可(1);路(1);羅(1);林前(1);林後(1);加(1);帖前(1);來(3);彼前(1)
譯字彙編
1) 補(2) 太4:21; 可1:19;
2) 造成的(1) 來11:3;
3) 成全(1) 來13:21;
4) 你曾⋯預備了(1) 來10:5;
5) 必⋯成全(1) 彼前5:10;
6) 補滿(1) 帖前3:10;
7) 要被成全(1) 林後13:11;
8) 你完全了(1) 太21:16;
9) 學成了的(1) 路6:40;
10) 預備(1) 羅9:22;
11) 彼此相合(1) 林前1:10;
12) 去挽回(1) 加6:1