κηροφόρος

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κηροφόρος, -ον)
αυτός που παράγει κερί («κηροφόρο φυτό»)
νεοελλ.
αυτός που φέρει, που κρατά κερί
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo κηροφόρον
ο κηροστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δρεπανη-φόρος, καρποφόρος.