κηρωτάριον
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
τό, A wax plaster, Sor.1.50, Damocr. ap. Gal.13.225.
German (Pape)
[Seite 1435] τό, Wachspflaster, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κηρωτάριον: τό, ἔμπλαστρον ἐκ κηροῦ, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 214, Σωραν.
Greek Monolingual
κηρωτάριον, τὸ (Α)
έμπλαστρο από κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρωτός + κατάλ. -άριον (< λατ. -arium), πρβλ. βεστι-άριον, δελφιν-άριον].