κισσάμπελος

From LSJ
Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσάμπελος Medium diacritics: κισσάμπελος Low diacritics: κισσάμπελος Capitals: ΚΙΣΣΑΜΠΕΛΟΣ
Transliteration A: kissámpelos Transliteration B: kissampelos Transliteration C: kissampelos Beta Code: kissa/mpelos

English (LSJ)

ἡ, A = ἑλξίνη, Dsc.4.39, cf. Gal.19.131: κιττάμπελος, Ps.-Dsc.4.39:—also κισσ-άνθεμον, τό, ibid., Gal.12.51; a kind of κυκλάμινος, Dsc.2.165.

Greek (Liddell-Scott)

κισσάμπελος: ἡ, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 4. 39.

Greek Monolingual

η (Α κισσάμπελος)
βοτ. είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -άμπελος (< ἄμπελος), πρβλ. φιλ-άμπελος, χερσ-άμπελος].