κτίτερ

From LSJ
Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτίτερ Medium diacritics: κτίτερ Low diacritics: κτίτερ Capitals: ΚΤΙΤΕΡ
Transliteration A: ktíter Transliteration B: ktiter Transliteration C: ktiter Beta Code: kti/ter

English (LSJ)

κτίστης, Hsch.; cf. sq.

Greek Monolingual

κτίτερ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κτίστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτίτης, με διαλεκτικό ρωτακισμό (πρβλ. κέστερ)].