λιθιώ
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(Α λιθιῶ και λιθῶ, -άω)
πάσχω από λιθίαση
αρχ.
πάσχω από αρθρίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα -ιάω, -ιώ, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. κορυζ-ιώ, μυρμηκ-ιώ)].