μετασχολικός

From LSJ
Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο η οποία ακολουθεί τη φοίτηση στο σχολείο («τα μετασχολικά χρόνια είναι κρίσιμα για τη ζωή ενός νέου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + σχολικός (< σχολή), πρβλ. εξω-σχολικός.