Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Full diacritics: μονοφῐλής | Medium diacritics: μονοφιλής | Low diacritics: μονοφιλής | Capitals: ΜΟΝΟΦΙΛΗΣ |
Transliteration A: monophilḗs | Transliteration B: monophilēs | Transliteration C: monofilis | Beta Code: monofilh/s |
ές, A sole friend, Sch.Juv.3.121.
μονοφιλής, -ές (Α)
αυτός που θέλει να είναι μοναδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φιλής(< φιλῶ), πρβλ. δημο-φιλής].