μονόπεπλος
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
ον, with but one robe, i.e. wearing the tunic only (v. ἄπεπλος), like a Dorian maiden, E. Hec. 933 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 204] mit einem Gewande, Eur. Hec. 933.
Greek (Liddell-Scott)
μονόπεπλος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον ἐσθῆτα, δηλ. φορῶν μόνον τὸν χιτῶνα (ἴδε ἐν λ. ἄπεπλος), ὡς Δωρὶς κόρη, Εὐρ. Ἑκ. 933· πρβλ. Müller Dor. 4. 2. § 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
vêtu seulement d’un voile.
Étymologie: μόνος, πέπλος.
Greek Monolingual
μονόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φορά μόνο τον πέπλο ή τον χιτώνα («λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος λιποῡσα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πέπλος (< πέπλον), πρβλ. χρυσό-πεπλος].
Greek Monotonic
μονόπεπλος: -ον, αυτός που φοράει μόνο χιτώνα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μονόπεπλος: одетый в один лишь пеплос (Δωρὶς ὡς κόρα Eur.).
Middle Liddell
μονό-πεπλος, ον
wearing the tunic only, Eur.