ψιλόκερως
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ων, deprived of its horn, Tz. H. 5.412.
Greek (Liddell-Scott)
ψῑλόκερως: -ων, ὁ ἀπογυμνωθεὶς τοῦ κέρατος αὑτοῦ, τὸ κέρας τούτου (δηλ. τοῦ μονοκέρωτος) κόπτουσιν, ἀντιπαθὲς φαρμάκοις, τὸν θῆρα δὲ ψιλόκερων ἑῶσιν ἀποτρέχειν Τζέτζ. Ἱστ. 5. 412.
Greek Monolingual
-ων, Μ
αυτός που του έχουν κόψει τα κέρατα, που έχει στερηθεί τα κέρατά του («τὸ κέρας τούτου... κόπτουσι, ἀντιπαθὲς φαρμάκοις, τόν θῆρα δὲ ψιλόκερων ἐῶσιν ἀποτρέχειν», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + -κερως (< κέρας), πρβλ. ὀρθό-κερως].