Δαλματεῖς
From LSJ
English (LSJ)
οἱ,
A Dalmatians, Plb.12.5.2, Str.7.5.5:—also Δαλμάται, App.Ill.11: Δαλματία, ἡ, Str.7.5.3:—Adj. δακτῠλο-τικός, ή, όν, Id.7.5.5:—hence Δαλμᾰτική, ἡ, a robe, CPR21.16 (iii A.D.):—more freq. Δελμ-, Edict.Diocl.19.9, al., BGU93.7 (ii/iii A.D.):—Dim.Δελματίκιον, τό, Sammelb.1988, POxy.1026.10 (V A.D.):—also δερματική, PTeb.405.10 (iii A.D.):—Dim. δερματίκιν, PTeb.413.8 (ii/iii A.D.).