ψαροπούλι

From LSJ
Revision as of 15:41, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία του πτηνού αλκυόνα, αλλ. ψαροφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + πουλί (πρβλ. θαλασσο-πούλι)].