ψιλοχάραγος

From LSJ
Revision as of 15:43, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει χαραχθεί με λεπτότητα, με τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλό- + -χάραγος (< χαράσσω), πρβλ. καλο-χάραγος].