θεοπειθής
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
English (LSJ)
ές, A obedient to God, ὑπακοή Hierocl.in CA 24p.473M.
German (Pape)
[Seite 1197] ές, Gott gehorsam, Nonn. par. 3, 116.
Greek (Liddell-Scott)
θεοπειθής: -ές, ὑπήκοος τῷ θεῷ, εὐπειθὴς αὐτῷ, Ἀνθ. Π. 1. 119, 25, - Ἐπίρρ. -θῶς, Εὐστ. Πονημ. 75. 50.
Greek Monolingual
θεοπειθής, -ές (AM)
αυτός που υπακούει στον θεό, ο ευσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πειθής (< πείθομαι), πρβλ. ευπειθής, ταχυπειθής].
Russian (Dvoretsky)
θεοπειθής: повинующийся богам (ψυχαί Anth.).