καρδιόξυλο

From LSJ
Revision as of 18:19, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

το
βοτ.
το εσώτατο ξυλώδες τμήμα του κορμού τών δέντρων, αλλ. εγκάρδιο ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -ξυλο (< ξύλο), πρβλ. σιδερόξυλο, σκουπόξυλο. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. heartwood].